μασᾶται

μασᾶται
μασάομαι
chew
pres subj mid 3rd sg
μασάομαι
chew
pres ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μηρυκασμός — Η επαναφορά στη στοματική κοιλότητα φυτοφάγων ζώων της ήδη μασημένης τροφής και η εκ νέου μάσηση (αναμάσηση), η άφθονη σιάλωση και η πλήρης επεξεργασία της. Συμβαίνει στη μεγάλη κατηγορία των οπληφόρων φυτοφάγων θηλαστικών ζώων. Βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • παρακατεσθίω — Α τρώω κάτι μαζί με κάτι άλλο («τοὖψον μασᾱται, παρακατεσθίει δ ἐμέ», Σωτάδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”